- διέργω
- δι-έργω, only ipf. διέϝεργον: hold apart, Il. 12.424†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διείργω — και διέργω και διεέργω (Α) [είργω] 1. κρατώ χωριστά, διαχωρίζω 2. εμποδίζω 3. αποκρούω, απομακρύνω 4. αποκλείω … Dictionary of Greek